απειροστημόριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απειροστημόριο • (apeirostimório) n (plural απειροστημόρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απειροστημόριο (apeirostimório) | απειροστημόρια (apeirostimória) |
genitive | απειροστημόριου (apeirostimóriou) | απειροστημόριων (apeirostimórion) |
accusative | απειροστημόριο (apeirostimório) | απειροστημόρια (apeirostimória) |
vocative | απειροστημόριο (apeirostimório) | απειροστημόρια (apeirostimória) |
Related terms
[edit]- see: άπειρος (ápeiros, “infinite”, etymology 2)