άπειρος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἄπειρος

Greek

[edit]

Etymology 1

[edit]

From Ancient Greek ἄπειρος (ápeiros), from ἀ- (a-, opposite) + πεῖρα (peîra, trial, experiment).

Adjective

[edit]

άπειρος (ápeirosm (feminine άπειρη, neuter άπειρο)

  1. inexperienced
Declension
[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπειρος (ápeiros) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειροι (ápeiroi) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)
genitive άπειρου (ápeirou) άπειρης (ápeiris) άπειρου (ápeirou) άπειρων (ápeiron) άπειρων (ápeiron) άπειρων (ápeiron)
accusative άπειρο (ápeiro) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειρους (ápeirous) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)
vocative άπειρε (ápeire) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειροι (ápeiroi) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπειρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπειρος, etc.)

[edit]

Etymology 2

[edit]

From Ancient Greek ἄπειρος (ápeiros), from ἀ- (a-, without) + πέρας (péras, end).

Adjective

[edit]

άπειρος (ápeirosm (feminine άπειρη, neuter άπειρο)

  1. infinite
  2. (substantively) infinity
    Synonyms: άπειρο (ápeiro), απειρία (apeiría)
Declension
[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπειρος (ápeiros) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειροι (ápeiroi) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)
genitive άπειρου (ápeirou) άπειρης (ápeiris) άπειρου (ápeirou) άπειρων (ápeiron) άπειρων (ápeiron) άπειρων (ápeiron)
accusative άπειρο (ápeiro) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειρους (ápeirous) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)
vocative άπειρε (ápeire) άπειρη (ápeiri) άπειρο (ápeiro) άπειροι (ápeiroi) άπειρες (ápeires) άπειρα (ápeira)
[edit]