Jump to content

απειρομεγέθης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απειρομεγέθης (apeiromegéthism (feminine απειρομεγέθης, neuter απειρομέγεθες)

  1. enormous, infinitely large

Declension

[edit]
Declension of απειρομεγέθης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειρομεγέθης (apeiromegéthis) απειρομεγέθης (apeiromegéthis) απειρομέγεθες (apeiromégethes) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθη (apeiromegéthi)
genitive απειρομεγέθους (apeiromegéthous)
απειρομεγέθη (apeiromegéthi)
απειρομεγέθους (apeiromegéthous) απειρομεγέθους (apeiromegéthous) απειρομεγέθων (apeiromegéthon) απειρομεγέθων (apeiromegéthon) απειρομεγέθων (apeiromegéthon)
accusative απειρομεγέθη (apeiromegéthi) απειρομεγέθη (apeiromegéthi) απειρομέγεθες (apeiromégethes) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθη (apeiromegéthi)
vocative απειρομεγέθη (apeiromegéthi) απειρομεγέθη (apeiromegéthi) απειρομέγεθες (apeiromégethes) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθεις (apeiromegétheis) απειρομεγέθη (apeiromegéthi)
[edit]