απειρώνυμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απειρώνυμος (apeirónymosm (feminine απειρώνυμη, neuter απειρώνυμο)

  1. (mythology) many named (especially of gods)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειρώνυμος (apeirónymos) απειρώνυμη (apeirónymi) απειρώνυμο (apeirónymo) απειρώνυμοι (apeirónymoi) απειρώνυμες (apeirónymes) απειρώνυμα (apeirónyma)
genitive απειρώνυμου (apeirónymou) απειρώνυμης (apeirónymis) απειρώνυμου (apeirónymou) απειρώνυμων (apeirónymon) απειρώνυμων (apeirónymon) απειρώνυμων (apeirónymon)
accusative απειρώνυμο (apeirónymo) απειρώνυμη (apeirónymi) απειρώνυμο (apeirónymo) απειρώνυμους (apeirónymous) απειρώνυμες (apeirónymes) απειρώνυμα (apeirónyma)
vocative απειρώνυμε (apeirónyme) απειρώνυμη (apeirónymi) απειρώνυμο (apeirónymo) απειρώνυμοι (apeirónymoi) απειρώνυμες (apeirónymes) απειρώνυμα (apeirónyma)
[edit]