απειροστικός λογισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απειροστικός λογισμός • (apeirostikós logismós) m (uncountable)
Related terms
[edit]- see: άπειρος (ápeiros, “infinite”, etymology 2)
Further reading
[edit]- Λογισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el