Jump to content

απειρότεχνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απειρότεχνος (apeirótechnosm (feminine απειρότεχνη, neuter απειρότεχνο)

  1. indextrous, clumsy

Declension

[edit]
Declension of απειρότεχνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειρότεχνος (apeirótechnos) απειρότεχνη (apeirótechni) απειρότεχνο (apeirótechno) απειρότεχνοι (apeirótechnoi) απειρότεχνες (apeirótechnes) απειρότεχνα (apeirótechna)
genitive απειρότεχνου (apeirótechnou) απειρότεχνης (apeirótechnis) απειρότεχνου (apeirótechnou) απειρότεχνων (apeirótechnon) απειρότεχνων (apeirótechnon) απειρότεχνων (apeirótechnon)
accusative απειρότεχνο (apeirótechno) απειρότεχνη (apeirótechni) απειρότεχνο (apeirótechno) απειρότεχνους (apeirótechnous) απειρότεχνες (apeirótechnes) απειρότεχνα (apeirótechna)
vocative απειρότεχνε (apeirótechne) απειρότεχνη (apeirótechni) απειρότεχνο (apeirótechno) απειρότεχνοι (apeirótechnoi) απειρότεχνες (apeirótechnes) απειρότεχνα (apeirótechna)
[edit]