αγριόσυκο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγριο- (agrio-, “uncultivated”) + σύκο (sýko, “fig”)
Noun
[edit]αγριόσυκο • (agriósyko) n (plural αγριόσυκα)
Declension
[edit]Declension of αγριόσυκο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόσυκο • | αγριόσυκα • |
genitive | αγριόσυκου • | αγριόσυκων • |
accusative | αγριόσυκο • | αγριόσυκα • |
vocative | αγριόσυκο • | αγριόσυκα • |
Related terms
[edit]- see: σύκο n (sýko, “fig”)