Jump to content

αλητόπαιδο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλητόπαιδο (alitópaidon (plural αλητόπαιδα)

  1. street urchin, guttersnipe

Declension

[edit]
Declension of αλητόπαιδο
singular plural
nominative αλητόπαιδο (alitópaido) αλητόπαιδα (alitópaida)
genitive αλητόπαιδου (alitópaidou) αλητόπαιδων (alitópaidon)
accusative αλητόπαιδο (alitópaido) αλητόπαιδα (alitópaida)
vocative αλητόπαιδο (alitópaido) αλητόπαιδα (alitópaida)

Synonyms

[edit]
[edit]