αλητόπαιδο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλητόπαιδο • (alitópaido) n (plural αλητόπαιδα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλητόπαιδο (alitópaido) | αλητόπαιδα (alitópaida) |
genitive | αλητόπαιδου (alitópaidou) | αλητόπαιδων (alitópaidon) |
accusative | αλητόπαιδο (alitópaido) | αλητόπαιδα (alitópaida) |
vocative | αλητόπαιδο (alitópaido) | αλητόπαιδα (alitópaida) |
Synonyms
[edit]- see: χαμίνι n (chamíni)
Related terms
[edit]- αλητοπαρέα f (alitoparéa, collective noun)