Jump to content

απόπαιδο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόπαιδο (apópaidon (plural απόπαιδα)

  1. Alternative form of αποπαίδι (apopaídi)

Declension

[edit]
Declension of απόπαιδο
singular plural
nominative απόπαιδο (apópaido) απόπαιδα (apópaida)
genitive απόπαιδου (apópaidou) απόπαιδων (apópaidon)
accusative απόπαιδο (apópaido) απόπαιδα (apópaida)
vocative απόπαιδο (apópaido) απόπαιδα (apópaida)