Jump to content

αεροδικείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροδικείο (aerodikeíon (plural αεροδικεία)

  1. (military, law) airforce court martial

Declension

[edit]
Declension of αεροδικείο
singular plural
nominative αεροδικείο (aerodikeío) αεροδικεία (aerodikeía)
genitive αεροδικείου (aerodikeíou) αεροδικείων (aerodikeíon)
accusative αεροδικείο (aerodikeío) αεροδικεία (aerodikeía)
vocative αεροδικείο (aerodikeío) αεροδικεία (aerodikeía)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]