Jump to content

στρατοδικείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στρατοδικείο (stratodikeíon (plural αεροδικεία)

  1. (military, law) army court martial

Declension

[edit]
Declension of στρατοδικείο
singular plural
nominative στρατοδικείο (stratodikeío) στρατοδικεία (stratodikeía)
genitive στρατοδικείου (stratodikeíou) στρατοδικείων (stratodikeíon)
accusative στρατοδικείο (stratodikeío) στρατοδικεία (stratodikeía)
vocative στρατοδικείο (stratodikeío) στρατοδικεία (stratodikeía)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]