άγκιστρο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄγκιστρον (ánkistron).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]άγκιστρο • (ágkistro) n (plural άγκιστρα)
- hook
- (medicine) surgical instrument
- (typography) "{ }" braces, curly brackets
- fish hook
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άγκιστρο (ágkistro) | άγκιστρα (ágkistra) |
genitive | αγκίστρου (agkístrou) άγκιστρου (ágkistrou) |
αγκίστρων (agkístron) άγκιστρων (ágkistron) |
accusative | άγκιστρο (ágkistro) | άγκιστρα (ágkistra) |
vocative | άγκιστρο (ágkistro) | άγκιστρα (ágkistra) |
Synonyms
[edit]- γάντζος m (gántzos)
Related terms
[edit]- and see: αγκύλος (agkýlos, “curved, hooked”, adjective)
- αγκίδα f (agkída, “thorn, splinter”)
- αγκιδωτός (agkidotós, “barbed, hooked”)
- αγκίστρι n (agkístri, “fishhook”)
- αγκιστριά f (agkistriá, “cast of fishing line”)
- αγκιστροειδής (agkistroeidís, “hook-shaped”)
- αγκίστρωμα n (agkístroma, “hooking”)
- αγκιστρώνομαι (agkistrónomai, “to be hooked”)
- αγκιστρώνω (agkistróno, “to hook”)
- αγκίστρωση f (agkístrosi, “hooking”)
- ακίδα f (akída, “spike”)
- απαγκιστρώνω (apagkistróno, “to unhook”)
- απαγκίστρωση f (apagkístrosi, “unhooking”)
See also
[edit]- . τελεία (teleía)
- , κόμμα (kómma)
- : δύο τελείες (dýo teleíes)
- · άνω τελεία (áno teleía)
- ; ερωτηματικό (erotimatikó)
- ! θαυμαστικό (thavmastikó)
- « » εισαγωγικά (eisagogiká)
- " “ ” εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ‘ ’ εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ’ απόστροφος (apóstrofos)
- ¨ διαλυτικά (dialytiká)
- ΄ τόνος (tónos)
- ‐ ενωτικό (enotikó)
- — παύλα (pávla)
- … αποσιωπητικά (aposiopitiká)
- ( ) παρένθεση (parénthesi)
- [ ] αγκύλη (agkýli)
- { } άγκιστρο (ágkistro)
- » : 〃 ομοιωματικά (omoiomatiká)
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)