διαλυτικά

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Nominalization of the neuter plural of the adjective διαλυτικός (dialytikós, separating).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

διαλυτικά (dialytikán pl

  1. (grammar) diaeresis (UK), dieresis (US), umlaut

Declension

[edit]

See also

[edit]
.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
  ( )     παρένθεση 
  [ ]     αγκύλη 
  { }     άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)

Further reading

[edit]