Jump to content

παρένθεση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek παρένθεσις (parénthesis).

Noun

[edit]

παρένθεση (parénthesif (plural παρενθέσεις)

  1. (grammar) parenthesis (either or each of the brackets enclosing a word or words; or the enclosed)
    σε παρένθεση
    in parenthesis

Declension

[edit]
Declension of παρένθεση
singular plural
nominative παρένθεση (parénthesi) παρενθέσεις (parenthéseis)
genitive παρένθεσης (parénthesis) παρενθέσεων (parenthéseon)
accusative παρένθεση (parénthesi) παρενθέσεις (parenthéseis)
vocative παρένθεση (parénthesi) παρενθέσεις (parenthéseis)

Older or formal genitive singular: παρενθέσεως (parenthéseos)

See also

[edit]
.   τελεία (teleía)
,   κόμμα (kómma)
:   δύο τελείες (dýo teleíes)
·   άνω τελεία (áno teleía)
;   ερωτηματικό (erotimatikó)
!   θαυμαστικό (thavmastikó)
« »   εισαγωγικά (eisagogiká)
"       εισαγωγικά (eisagogiká)
'       εισαγωγικά (eisagogiká)
'     απόστροφος (apóstrofos)
¨   διαλυτικά (dialytiká)
΄   τόνος (tónos)
  ενωτικό (enotikó)
  παύλα (pávla)
  αποσιωπητικά (aposiopitiká)
  ( )     παρένθεση (parénthesi)
  [ ]     αγκύλη (agkýli)
  { }     άγκιστρο (ágkistro)
» :   ομοιωματικά (omoiomatiká)
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)

Further reading

[edit]