αποσιωπητικά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποσιωπητικά • (aposiopitiká) n pl
Declension
[edit]plural | |
---|---|
nominative | αποσιωπητικά (aposiopitiká) |
genitive | αποσιωπητικών (aposiopitikón) |
accusative | αποσιωπητικά (aposiopitiká) |
vocative | αποσιωπητικά (aposiopitiká) |
Coordinate terms
[edit]- . τελεία (teleía)
- , κόμμα (kómma)
- : δύο τελείες (dýo teleíes)
- · άνω τελεία (áno teleía)
- ; ερωτηματικό (erotimatikó)
- ! θαυμαστικό (thavmastikó)
- « » εισαγωγικά (eisagogiká)
- " “ ” εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ‘ ’ εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ’ απόστροφος (apóstrofos)
- ¨ διαλυτικά (dialytiká)
- ΄ τόνος (tónos)
- ‐ ενωτικό (enotikó)
- — παύλα (pávla)
- … αποσιωπητικά (aposiopitiká)
- ( ) παρένθεση (parénthesi)
- [ ] αγκύλη (agkýli)
- { } άγκιστρο (ágkistro)
- » : 〃 ομοιωματικά (omoiomatiká)
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Related terms
[edit]- see: αποσιωπώ (aposiopó, “to suppress, to hush up”)
Further reading
[edit]- αποσιωπητικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποσιωπητικά, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language