Jump to content

αποσιωπητικά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσιωπητικά (aposiopitikán pl

  1. (typography, grammar) ellipsis, suspension points

Declension

[edit]
Declension of αποσιωπητικά
plural
nominative αποσιωπητικά (aposiopitiká)
genitive αποσιωπητικών (aposiopitikón)
accusative αποσιωπητικά (aposiopitiká)
vocative αποσιωπητικά (aposiopitiká)

Coordinate terms

[edit]
.   τελεία (teleía)
,   κόμμα (kómma)
:   δύο τελείες (dýo teleíes)
·   άνω τελεία (áno teleía)
;   ερωτηματικό (erotimatikó)
!   θαυμαστικό (thavmastikó)
« »   εισαγωγικά (eisagogiká)
"       εισαγωγικά (eisagogiká)
'       εισαγωγικά (eisagogiká)
'     απόστροφος (apóstrofos)
¨   διαλυτικά (dialytiká)
΄   τόνος (tónos)
  ενωτικό (enotikó)
  παύλα (pávla)
  αποσιωπητικά (aposiopitiká)
  ( )     παρένθεση (parénthesi)
  [ ]     αγκύλη (agkýli)
  { }     άγκιστρο (ágkistro)
» :   ομοιωματικά (omoiomatiká)
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
[edit]

Further reading

[edit]