αγκιστρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αγκιστρώνομαι • (agkistrónomai) passive (past αγκιστρώθηκα, active αγκιστρώνω)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αγκιστρώνω (agkistróno)
αγκιστρώνομαι • (agkistrónomai) passive (past αγκιστρώθηκα, active αγκιστρώνω)