From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek ἀγκιστρώνω ( ankistrṓnō ) , from Koine Greek ἀγκιστρόω ( ankistróō ) ; equivalent to άγκιστρο ( ágkistro , “ hook ” ) + -ώνω ( -óno ) .
IPA (key ) : /aŋɟiˈstɾono/
Hyphenation: α‧γκι‧στρώ‧νω
αγκιστρώνω • (agkistróno ) (past αγκίστρωσα , passive αγκιστρώνομαι )
to hook , ( catch with a fishhook )
( figuratively ) to entice , catch
αγκιστρώνω αγκιστρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αγκιστρώνω
αγκιστρώσω
αγκιστρώνομαι
αγκιστρωθώ
2 sg
αγκιστρώνεις
αγκιστρώσεις
αγκιστρώνεσαι
αγκιστρωθείς
3 sg
αγκιστρώνει
αγκιστρώσει
αγκιστρώνεται
αγκιστρωθεί
1 pl
αγκιστρώνουμε , [‑ομε ]
αγκιστρώσουμε , [‑ομε ]
αγκιστρωνόμαστε
αγκιστρωθούμε
2 pl
αγκιστρώνετε
αγκιστρώσετε
αγκιστρώνεστε , αγκιστρωνόσαστε
αγκιστρωθείτε
3 pl
αγκιστρώνουν (ε )
αγκιστρώσουν (ε )
αγκιστρώνονται
αγκιστρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αγκίστρωνα
αγκίστρωσα
αγκιστρωνόμουν (α )
αγκιστρώθηκα
2 sg
αγκίστρωνες
αγκίστρωσες
αγκιστρωνόσουν (α )
αγκιστρώθηκες
3 sg
αγκίστρωνε
αγκίστρωσε
αγκιστρωνόταν (ε )
αγκιστρώθηκε
1 pl
αγκιστρώναμε
αγκιστρώσαμε
αγκιστρωνόμασταν , (‑όμαστε )
αγκιστρωθήκαμε
2 pl
αγκιστρώνατε
αγκιστρώσατε
αγκιστρωνόσασταν , (‑όσαστε )
αγκιστρωθήκατε
3 pl
αγκίστρωναν , αγκιστρώναν (ε )
αγκίστρωσαν , αγκιστρώσαν (ε )
αγκιστρώνονταν , (αγκιστρωνόντουσαν )
αγκιστρώθηκαν , αγκιστρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αγκιστρώνω ➤
θα αγκιστρώσω ➤
θα αγκιστρώνομαι ➤
θα αγκιστρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αγκιστρώνεις , …
θα αγκιστρώσεις , …
θα αγκιστρώνεσαι , …
θα αγκιστρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αγκιστρώσει έχω, έχεις, … αγκιστρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αγκιστρωθεί είμαι , είσαι , … αγκιστρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αγκιστρώσει είχα, είχες, … αγκιστρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αγκιστρωθεί ήμουν , ήσουν , … αγκιστρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αγκιστρώσει θα έχω, θα έχεις, … αγκιστρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αγκιστρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγκιστρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αγκίστρωνε
αγκίστρωσε
—
αγκιστρώσου
2 pl
αγκιστρώνετε
αγκιστρώστε
αγκιστρώνεστε
αγκιστρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αγκιστρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αγκιστρώσει ➤
αγκιστρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αγκιστρώσει
αγκιστρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.