άγριο κύμινο
Jump to navigation
Jump to search
See also: αγριοκύμινο
Greek
[edit]Noun
[edit]άγριο κύμινο • (ágrio kýmino) n (uncountable)
- Alternative form of αγριοκύμινο (agriokýmino)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- άγριο κύμινο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el