Jump to content

έμβασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

εμβάζω (emvázo, to remit) +‎ -μα (-ma)

Noun

[edit]

έμβασμα (émvasman (plural εμβάσματα)

  1. (finance) remittance, postal or remote payment
    Πολλές οικογένειες συντηρούνται από τα εμβάσματα των ξενιτεμένων μελών τους.
    Pollés oikogéneies syntiroúntai apó ta emvásmata ton xeniteménon melón tous.
    Many families are dependent on remittances from their emigrant members.

Declension

[edit]
Declension of έμβασμα
singular plural
nominative έμβασμα (émvasma) εμβάσματα (emvásmata)
genitive εμβάσματος (emvásmatos) εμβασμάτων (emvasmáton)
accusative έμβασμα (émvasma) εμβάσματα (emvásmata)
vocative έμβασμα (émvasma) εμβάσματα (emvásmata)