Jump to content

Άγιο Μύρρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Άγιο Μύρρο (Ágio Mýrron

  1. Alternative form of Άγιο Μύρο (Ágio Mýro)

Declension

[edit]
see: άγιος (ágios) and μύρρο (mýrro)