Jump to content

αβλέπτημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αβλέπτημα (avléptiman (plural αβλεπτήματα)

  1. oversight, lacuna
  2. misprint, erratum, typo, lacuna

Declension

[edit]
singular plural
nominative αβλέπτημα (avléptima) αβλεπτήματα (avleptímata)
genitive αβλεπτήματος (avleptímatos) αβλεπτημάτων (avleptimáton)
accusative αβλέπτημα (avléptima) αβλεπτήματα (avleptímata)
vocative αβλέπτημα (avléptima) αβλεπτήματα (avleptímata)

Synonyms

[edit]
[edit]