Jump to content

σταχτοδοχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταχτοδοχείο (stachtodocheíon (plural σταχτοδοχεία)

  1. ashtray

Declension

[edit]
Declension of σταχτοδοχείο
singular plural
nominative σταχτοδοχείο (stachtodocheío) σταχτοδοχεία (stachtodocheía)
genitive σταχτοδοχείου (stachtodocheíou) σταχτοδοχείων (stachtodocheíon)
accusative σταχτοδοχείο (stachtodocheío) σταχτοδοχεία (stachtodocheía)
vocative σταχτοδοχείο (stachtodocheío) σταχτοδοχεία (stachtodocheía)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]