σταχτοδοχείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σταχτοδοχείο • (stachtodocheío) n (plural σταχτοδοχεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταχτοδοχείο (stachtodocheío) | σταχτοδοχεία (stachtodocheía) |
genitive | σταχτοδοχείου (stachtodocheíou) | σταχτοδοχείων (stachtodocheíon) |
accusative | σταχτοδοχείο (stachtodocheío) | σταχτοδοχεία (stachtodocheía) |
vocative | σταχτοδοχείο (stachtodocheío) | σταχτοδοχεία (stachtodocheía) |
Synonyms
[edit]- τασάκι n (tasáki)
Further reading
[edit]- σταχτοδοχείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el