Jump to content

άδραγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άδραγμα (ádragman (plural αδράγματα)

  1. grasp, grip

Declension

[edit]
Declension of άδραγμα
singular plural
nominative άδραγμα (ádragma) αδράγματα (adrágmata)
genitive αδράγματος (adrágmatos) αδραγμάτων (adragmáton)
accusative άδραγμα (ádragma) αδράγματα (adrágmata)
vocative άδραγμα (ádragma) αδράγματα (adrágmata)
[edit]