Jump to content

αγριομέλισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αγριο- (agrio-, wild) +‎ μέλισσα (mélissa, bee)

Noun

[edit]

αγριομέλισσα (agriomélissaf (plural αγριομέλισσες)

  1. wild bee, bumblebee

Declension

[edit]
Declension of αγριομέλισσα
singular plural
nominative αγριομέλισσα (agriomélissa) αγριομέλισσες (agriomélisses)
genitive αγριομέλισσας (agriomélissas) αγριομελισσών (agriomelissón)
accusative αγριομέλισσα (agriomélissa) αγριομέλισσες (agriomélisses)
vocative αγριομέλισσα (agriomélissa) αγριομέλισσες (agriomélisses)

Synonyms

[edit]