αγριομέλισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγριο- (agrio-, “wild”) + μέλισσα (mélissa, “bee”)
Noun
[edit]αγριομέλισσα • (agriomélissa) f (plural αγριομέλισσες)
Declension
[edit]Declension of αγριομέλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
genitive | αγριομέλισσας • | αγριομελισσών • |
accusative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
vocative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
Synonyms
[edit]- βόμβος m (vómvos)