αγοραστική δύναμη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγοραστική δύναμη • (agorastikí dýnami) f
Declension
[edit]- see: αγοραστικός (agorastikós) and δύναμη (dýnami)
Further reading
[edit]- αγοραστική δύναμη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el