Jump to content

αβελτηρία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αβελτηρία (aveltiríaf (plural αβελτηρίες)

  1. stupidity, mental dullness

Declension

[edit]
Declension of αβελτηρία
singular plural
nominative αβελτηρία (aveltiría) αβελτηρίες (aveltiríes)
genitive αβελτηρίας (aveltirías) αβελτηριών (aveltirión)
accusative αβελτηρία (aveltiría) αβελτηρίες (aveltiríes)
vocative αβελτηρία (aveltiría) αβελτηρίες (aveltiríes)
[edit]