Jump to content

αγοροπωλησία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγοροπωλησία (agoropolisíaf (plural αγοροπωλησίες)

  1. Alternative form of αγοραπωλησία (agorapolisía)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αγοροπωλησία (agoropolisía) αγοροπωλησίες (agoropolisíes)
genitive αγοροπωλησίας (agoropolisías) αγοροπωλησιών (agoropolisión)
accusative αγοροπωλησία (agoropolisía) αγοροπωλησίες (agoropolisíes)
vocative αγοροπωλησία (agoropolisía) αγοροπωλησίες (agoropolisíes)