Jump to content

απαρασκεύαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀπαρασκεύαστος (aparaskeúastos).

Adjective

[edit]

απαρασκεύαστος (aparaskévastosm (feminine απαρασκεύαστη, neuter απαρασκεύαστο)

  1. Alternative form of απαράσκευος (aparáskevos)

Declension

[edit]
Declension of απαρασκεύαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρασκεύαστος (aparaskévastos) απαρασκεύαστη (aparaskévasti) απαρασκεύαστο (aparaskévasto) απαρασκεύαστοι (aparaskévastoi) απαρασκεύαστες (aparaskévastes) απαρασκεύαστα (aparaskévasta)
genitive απαρασκεύαστου (aparaskévastou) απαρασκεύαστης (aparaskévastis) απαρασκεύαστου (aparaskévastou) απαρασκεύαστων (aparaskévaston) απαρασκεύαστων (aparaskévaston) απαρασκεύαστων (aparaskévaston)
accusative απαρασκεύαστο (aparaskévasto) απαρασκεύαστη (aparaskévasti) απαρασκεύαστο (aparaskévasto) απαρασκεύαστους (aparaskévastous) απαρασκεύαστες (aparaskévastes) απαρασκεύαστα (aparaskévasta)
vocative απαρασκεύαστε (aparaskévaste) απαρασκεύαστη (aparaskévasti) απαρασκεύαστο (aparaskévasto) απαρασκεύαστοι (aparaskévastoi) απαρασκεύαστες (aparaskévastes) απαρασκεύαστα (aparaskévasta)