αναδέχομαι
Appearance
See also: ἀναδέχομαι
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ᾰ̓νᾰδέχομαι (ănădékhomai, “take up, receive”). Sense "become godparent" since mediaeval times.[1] By surface analysis, ανα- (“re-, again”) + δέχομαι (“accept”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναδέχομαι • (anadéchomai) deponent (past αναδέχθηκα/αναδέχτηκα)
Conjugation
[edit]αναδέχομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | αναδέχομαι | αναδεχθώ, αναδεχτώ |
2 sg | αναδέχεσαι | αναδεχθείς, αναδεχτείς |
3 sg | αναδέχεται | αναδεχθεί, αναδεχτεί |
1 pl | αναδεχόμαστε | αναδεχθούμε, αναδεχτούμε |
2 pl | αναδέχεσθε, αναδέχεστε, (αναδεχόσαστε) | αναδεχθείτε, αναδεχτείτε |
3 pl | αναδέχονται | αναδεχθούν(ε), αναδεχτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | αναδεχόμουν(α) | αναδέχθηκα, αναδέχτηκα |
2 sg | αναδεχόσουν(α) | αναδέχθηκες, αναδέχτηκες |
3 sg | αναδεχόταν(ε) | αναδέχθηκε, αναδέχτηκε |
1 pl | αναδεχόμασταν, (‑όμαστε) | αναδεχθήκαμε, αναδεχτήκαμε |
2 pl | αναδεχόσασταν, (‑όσαστε) | αναδεχθήκατε, αναδεχτήκατε |
3 pl | αναδέχονταν, (αναδεχόντουσαν) | αναδέχθηκαν, αναδεχθήκαν(ε), αναδέχτηκαν, αναδεχτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα αναδέχομαι ➤ | θα αναδεχθώ / αναδεχτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναδέχεσαι, … | θα αναδεχθείς / αναδεχτείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναδεχθεί / αναδεχτεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναδεχθεί / αναδεχτεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναδεχθεί / αναδεχτεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αναδέξου |
2 pl | αναδέχεσθε, αναδέχεστε | αναδεχθείτε, αναδεχτείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | αναδεχόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | αναδεχθεί, αναδεχτεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -χθ- are formal and more suitable for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- αναδεκτή f (anadektí, “goddaughter”), αναδεχτή f (anadechtí)
- αναδεκτός m (anadektós, “godson”), αναδεχτός m (anadechtós)
- αναδοχή f (anadochí, “undertaking”)
- ανάδοχος m or f (anádochos, “guarantor, contracting; godparent”)
References
[edit]- ^ αναδέχομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language