Jump to content

αναδεχτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδεχτός (anadechtósm (plural αναδεχτοί, feminine αναδεχτή)

  1. Alternative form of αναδεκτός (anadektós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναδεχτός (anadechtós) αναδεχτοί (anadechtoí)
genitive αναδεχτού (anadechtoú) αναδεχτών (anadechtón)
accusative αναδεχτό (anadechtó) αναδεχτούς (anadechtoús)
vocative αναδεχτέ (anadechté) αναδεχτοί (anadechtoí)