γευστικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek γευστικός (geustikós), from γεῦσις (geûsis) +‎ -τῐκός (-tikós), from γεύομαι (geúomai) +‎ -σις (-sis).[1]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

γευστικός (gefstikósm (feminine γευστική, neuter γευστικό)

  1. tasty
    Synonym: νόστιμος (nóstimos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γευστικός (gefstikós) γευστική (gefstikí) γευστικό (gefstikó) γευστικοί (gefstikoí) γευστικές (gefstikés) γευστικά (gefstiká)
genitive γευστικού (gefstikoú) γευστικής (gefstikís) γευστικού (gefstikoú) γευστικών (gefstikón) γευστικών (gefstikón) γευστικών (gefstikón)
accusative γευστικό (gefstikó) γευστική (gefstikí) γευστικό (gefstikó) γευστικούς (gefstikoús) γευστικές (gefstikés) γευστικά (gefstiká)
vocative γευστικέ (gefstiké) γευστική (gefstikí) γευστικό (gefstikó) γευστικοί (gefstikoí) γευστικές (gefstikés) γευστικά (gefstiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γευστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γευστικός, etc.)

References

[edit]
  1. ^ γευστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language