Jump to content

αρχιτεκτονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀρχιτεκτονικός (arkhitektonikós); by surface analysis, αρχιτέκτονας (architéktonas) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

αρχιτεκτονικός (architektonikósm (feminine αρχιτεκτονική, neuter αρχιτεκτονικό)

  1. architectural

Declension

[edit]
Declension of αρχιτεκτονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχιτεκτονικός (architektonikós) αρχιτεκτονική (architektonikí) αρχιτεκτονικό (architektonikó) αρχιτεκτονικοί (architektonikoí) αρχιτεκτονικές (architektonikés) αρχιτεκτονικά (architektoniká)
genitive αρχιτεκτονικού (architektonikoú) αρχιτεκτονικής (architektonikís) αρχιτεκτονικού (architektonikoú) αρχιτεκτονικών (architektonikón) αρχιτεκτονικών (architektonikón) αρχιτεκτονικών (architektonikón)
accusative αρχιτεκτονικό (architektonikó) αρχιτεκτονική (architektonikí) αρχιτεκτονικό (architektonikó) αρχιτεκτονικούς (architektonikoús) αρχιτεκτονικές (architektonikés) αρχιτεκτονικά (architektoniká)
vocative αρχιτεκτονικέ (architektoniké) αρχιτεκτονική (architektonikí) αρχιτεκτονικό (architektonikó) αρχιτεκτονικοί (architektonikoí) αρχιτεκτονικές (architektonikés) αρχιτεκτονικά (architektoniká)
[edit]

Further reading

[edit]