ευημερία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὐημερία (euēmería).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.vi.meˈɾi.a/
  • Hyphenation: ευ‧η‧με‧ρία

Noun

[edit]

ευημερία (evimeríaf (plural ευημερίες)

  1. prosperity
  2. happiness

Declension

[edit]
singular plural
nominative ευημερία (evimería) ευημερίες (evimeríes)
genitive ευημερίας (evimerías) ευημεριών (evimerión)
accusative ευημερία (evimería) ευημερίες (evimeríes)
vocative ευημερία (evimería) ευημερίες (evimeríes)

The plural forms are uncommon.

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευημερία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language