Jump to content

άμαχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἄμαχος (ámakhos).

Adjective

[edit]

άμαχος (ámachosm (feminine άμαχη, neuter άμαχο)

  1. non-combatant
  2. (nominalized) non-combatant, civilian

Declension

[edit]
Declension of άμαχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμαχος (ámachos) άμαχη (ámachi) άμαχο (ámacho) άμαχοι (ámachoi) άμαχες (ámaches) άμαχα (ámacha)
genitive άμαχου (ámachou) άμαχης (ámachis) άμαχου (ámachou) άμαχων (ámachon) άμαχων (ámachon) άμαχων (ámachon)
accusative άμαχο (ámacho) άμαχη (ámachi) άμαχο (ámacho) άμαχους (ámachous) άμαχες (ámaches) άμαχα (ámacha)
vocative άμαχε (ámache) άμαχη (ámachi) άμαχο (ámacho) άμαχοι (ámachoi) άμαχες (ámaches) άμαχα (ámacha)
[edit]