Jump to content

αποδεικτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀποδεικτικός (apodeiktikós).[1] By surface analysis, αποδεικ(νύω) (apodeik(nýo)) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.ði.ktiˈkos/
  • Hyphenation: α‧πο‧δει‧κτι‧κός

Adjective

[edit]

αποδεικτικός (apodeiktikósm (feminine αποδεικτική, neuter αποδεικτικό)

  1. demonstrative, probative, substantiating, apodeictic

Declension

[edit]
Declension of αποδεικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδεικτικός (apodeiktikós) αποδεικτική (apodeiktikí) αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικοί (apodeiktikoí) αποδεικτικές (apodeiktikés) αποδεικτικά (apodeiktiká)
genitive αποδεικτικού (apodeiktikoú) αποδεικτικής (apodeiktikís) αποδεικτικού (apodeiktikoú) αποδεικτικών (apodeiktikón) αποδεικτικών (apodeiktikón) αποδεικτικών (apodeiktikón)
accusative αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτική (apodeiktikí) αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικούς (apodeiktikoús) αποδεικτικές (apodeiktikés) αποδεικτικά (apodeiktiká)
vocative αποδεικτικέ (apodeiktiké) αποδεικτική (apodeiktikí) αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικοί (apodeiktikoí) αποδεικτικές (apodeiktikés) αποδεικτικά (apodeiktiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αποδεικτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language