Jump to content

αποδεικτικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδεικτικό (apodeiktikó)

  1. accusative masculine singular of αποδεικτικός (apodeiktikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of αποδεικτικός (apodeiktikós)

Noun

[edit]

αποδεικτικό (apodeiktikóf (plural αποδεικτικά)

  1. certificate, testimonial

Declension

[edit]
Declension of αποδεικτικό
singular plural
nominative αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικά (apodeiktiká)
genitive αποδεικτικού (apodeiktikoú) αποδεικτικών (apodeiktikón)
accusative αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικά (apodeiktiká)
vocative αποδεικτικό (apodeiktikó) αποδεικτικά (apodeiktiká)
[edit]