Jump to content

βεβαιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek βεβαιότης (bebaiótēs). By surface analysis, βέβαιος (vévaios, sure, certain) +‎ -ότητα (-ótita, -ty, -ness).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /veveˈotita/
  • Hyphenation: βε‧βαι‧ό‧τη‧τα

Noun

[edit]

βεβαιότητα (vevaiótitaf (plural βεβαιότητες)

  1. certainty, confidence, guarantee
    Synonyms: πεποίθηση (pepoíthisi), σιγουριά (sigouriá), εγγύηση (engýisi), ασφάλεια (asfáleia)
    μετά βεβαιότητος
    metá vevaiótitos
    with certainty
    μαθηματική βεβαιότητα
    mathimatikí vevaiótita
    mathematical certainty
    παρέχω τη βεβαιότητα
    parécho ti vevaiótita
    to guarantee

Declension

[edit]
Declension of βεβαιότητα
singular plural
nominative βεβαιότητα (vevaiótita) βεβαιότητες (vevaiótites)
genitive βεβαιότητας (vevaiótitas) βεβαιοτήτων (vevaiotíton)
accusative βεβαιότητα (vevaiótita) βεβαιότητες (vevaiótites)
vocative βεβαιότητα (vevaiótita) βεβαιότητες (vevaiótites)

References

[edit]