Jump to content

βέβαιος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Related to βῆναι (bênai) and thus βαίνω (baínō, step), though the exact morphology is uncertain.[1] One theory derives the word from βεβᾰ- (beba-), short-vowel grade of the stem of βέβηκα (bébēka, stand), the perfect of βαίνω (baínō, step), + -ιος (-ios).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

βέβαιος (bébaiosm or f (neuter βέβαιον); second declension

  1. firm, steady
  2. steadfast, durable
  3. sure, certain

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “βέβαιος”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, page 209

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek βέβαιος (bébaios).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈveveos/
  • Hyphenation: βέ‧βαι‧ος

Adjective

[edit]

βέβαιος (vévaiosm (feminine βέβαιη or βεβαία, neuter βέβαιο)

  1. sure, certain

Declension

[edit]
Declension of βέβαιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βέβαιος (vévaios) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιοι (vévaioi) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)
genitive βέβαιου (vévaiou) βέβαιης (vévaiis)
βέβαιας (vévaias)
βέβαιου (vévaiou) βέβαιων (vévaion) βέβαιων (vévaion) βέβαιων (vévaion)
accusative βέβαιο (vévaio) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιους (vévaious) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)
vocative βέβαιε (vévaie) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιοι (vévaioi) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βέβαιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βέβαιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βεβαιότερος (vevaióteros) βεβαιότερη (vevaióteri) βεβαιότερο (vevaiótero) βεβαιότεροι (vevaióteroi) βεβαιότερες (vevaióteres) βεβαιότερα (vevaiótera)
genitive βεβαιότερου (vevaióterou) βεβαιότερης (vevaióteris) βεβαιότερου (vevaióterou) βεβαιότερων (vevaióteron) βεβαιότερων (vevaióteron) βεβαιότερων (vevaióteron)
accusative βεβαιότερο (vevaiótero) βεβαιότερη (vevaióteri) βεβαιότερο (vevaiótero) βεβαιότερους (vevaióterous) βεβαιότερες (vevaióteres) βεβαιότερα (vevaiótera)
vocative βεβαιότερε (vevaiótere) βεβαιότερη (vevaióteri) βεβαιότερο (vevaiótero) βεβαιότεροι (vevaióteroi) βεβαιότερες (vevaióteres) βεβαιότερα (vevaiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βεβαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βεβαιότατος (vevaiótatos) βεβαιότατη (vevaiótati) βεβαιότατο (vevaiótato) βεβαιότατοι (vevaiótatoi) βεβαιότατες (vevaiótates) βεβαιότατα (vevaiótata)
genitive βεβαιότατου (vevaiótatou) βεβαιότατης (vevaiótatis) βεβαιότατου (vevaiótatou) βεβαιότατων (vevaiótaton) βεβαιότατων (vevaiótaton) βεβαιότατων (vevaiótaton)
accusative βεβαιότατο (vevaiótato) βεβαιότατη (vevaiótati) βεβαιότατο (vevaiótato) βεβαιότατους (vevaiótatous) βεβαιότατες (vevaiótates) βεβαιότατα (vevaiótata)
vocative βεβαιότατε (vevaiótate) βεβαιότατη (vevaiótati) βεβαιότατο (vevaiótato) βεβαιότατοι (vevaiótatoi) βεβαιότατες (vevaiótates) βεβαιότατα (vevaiótata)

Antonyms

[edit]
[edit]