ανακόπτω
Appearance
See also: ἀνακόπτω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀνακόπτω (anakóptō). By surface analysis, ανα- (“thoroughly”) + κόπτω (“cut”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ανακόπτω • (anakópto) (past ανέκοψα, passive ανακόπτομαι)
- to check, stem, halt, arrest, withstand (the flow of something)
- Synonyms: αναχαιτίζω (anachaitízo), σταματώ (stamató)
- ανακόπτω την πορεία, την άνοδο, την εξέλιξη ― anakópto tin poreía, tin ánodo, tin exélixi ― I halt the course, the rise, the development
Conjugation
[edit]ανακόπτω ανακόπτομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακόπτω | ανακόψω | ανακόπτομαι | ανακοπώ |
2 sg | ανακόπτεις | ανακόψεις | ανακόπτεσαι | ανακοπείς |
3 sg | ανακόπτει | ανακόψει | ανακόπτεται | ανακοπεί |
1 pl | ανακόπτουμε, [‑ομε] | ανακόψουμε, [‑ομε] | ανακοπτόμαστε | ανακοπούμε |
2 pl | ανακόπτετε | ανακόψετε | ανακόπτεστε, ανακοπτόσαστε | ανακοπείτε |
3 pl | ανακόπτουν(ε) | ανακόψουν(ε) | ανακόπτονται | ανακοπούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέκοπτα | ανέκοψα | ανακοπτόμουν(α) | ανακόπηκα, [{ανεκόπην}]1 |
2 sg | ανέκοπτες | ανέκοψες | ανακοπτόσουν(α) | ανακόπηκες, [{ανεκόπης}] |
3 sg | ανέκοπτε | ανέκοψε | ανακοπτόταν(ε) | ανακόπηκε, {ανεκόπη} |
1 pl | ανακόπταμε | ανακόψαμε | ανακοπτόμασταν, (‑όμαστε) | ανακοπήκαμε, [{ανεκόπημεν}] |
2 pl | ανακόπτατε | ανακόψατε | ανακοπτόσασταν, (‑όσαστε) | ανακοπήκατε, [{ανεκόπητε}] |
3 pl | ανέκοπταν, ανακόπταν(ε) | ανέκοψαν, ανακόψαν(ε) | ανακόπτονταν | ανακόπηκαν, ανακοπήκαν(ε), {ανεκόπησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακόπτω ➤ | θα ανακόψω ➤ | θα ανακόπτομαι ➤ | θα ανακοπώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακόπτεις, … | θα ανακόψεις, … | θα ανακόπτεσαι, … | θα ανακοπείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακόψει | έχω, έχεις, … ανακοπεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακόψει | είχα, είχες, … ανακοπεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακόψει | θα έχω, θα έχεις, … ανακοπεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάκοπτε | ανάκοψε | — | ανακόψου |
2 pl | ανακόπτετε | ανακόψτε | ανακόπτεστε | ανακοπείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακόπτοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακόψει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | ανακόψει | ανακοπεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Formal passsive forms, as in the ancient aorist ἀνεκόπην from the conjugation of ἀνακόπτω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • Also, formal passive past participle ανακοπείς (anakopeís), ανακοπείσα (anakopeísa), ανακοπέν (anakopén) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανακοπείς (anakopeís, participle) (learned), ανακοπείσα (anakopeísa), ανακοπέν (anakopén)
- ανακοπή f (anakopí, “restraint, check”)
- and see: κόπτω (kópto, “cut”)