ανακόπτομαι
Appearance
See also: ἀνακόπτομαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /a.naˈko.pto.me/
- Hyphenation: α‧να‧κό‧πτο‧μαι
- Homophone: ανακόπτομε (anakóptome)
Verb
[edit]ανακόπτομαι • (anakóptomai) passive (past ανακόπηκα, active ανακόπτω)
- to be halted
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form