From Wiktionary, the free dictionary
αναχαιτίζω • (anachaitízo ) (past αναχαίτισα , passive αναχαιτίζομαι )
to curb , restrain , repel ( an enemy )
αναχαιτίζω αναχαιτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναχαιτίζω
αναχαιτίσω
αναχαιτίζομαι
αναχαιτιστώ
2 sg
αναχαιτίζεις
αναχαιτίσεις
αναχαιτίζεσαι
αναχαιτιστείς
3 sg
αναχαιτίζει
αναχαιτίσει
αναχαιτίζεται
αναχαιτιστεί
1 pl
αναχαιτίζουμε , [‑ομε ]
αναχαιτίσουμε , [‑ομε ]
αναχαιτιζόμαστε
αναχαιτιστούμε
2 pl
αναχαιτίζετε
αναχαιτίσετε
αναχαιτίζεστε , αναχαιτιζόσαστε
αναχαιτιστείτε
3 pl
αναχαιτίζουν (ε )
αναχαιτίσουν (ε )
αναχαιτίζονται
αναχαιτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναχαίτιζα
αναχαίτισα
αναχαιτιζόμουν (α )
αναχαιτίστηκα
2 sg
αναχαίτιζες
αναχαίτισες
αναχαιτιζόσουν (α )
αναχαιτίστηκες
3 sg
αναχαίτιζε
αναχαίτισε
αναχαιτιζόταν (ε )
αναχαιτίστηκε
1 pl
αναχαιτίζαμε
αναχαιτίσαμε
αναχαιτιζόμασταν , (‑όμαστε )
αναχαιτιστήκαμε
2 pl
αναχαιτίζατε
αναχαιτίσατε
αναχαιτιζόσασταν , (‑όσαστε )
αναχαιτιστήκατε
3 pl
αναχαίτιζαν , αναχαιτίζαν (ε )
αναχαίτισαν , αναχαιτίσαν (ε )
αναχαιτίζονταν , (αναχαιτιζόντουσαν )
αναχαιτίστηκαν , αναχαιτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναχαιτίζω ➤
θα αναχαιτίσω ➤
θα αναχαιτίζομαι ➤
θα αναχαιτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναχαιτίζεις , …
θα αναχαιτίσεις , …
θα αναχαιτίζεσαι , …
θα αναχαιτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναχαιτίσει έχω, έχεις, … αναχαιτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναχαιτιστεί είμαι , είσαι , … αναχαιτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναχαιτίσει είχα, είχες, … αναχαιτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναχαιτιστεί ήμουν , ήσουν , … αναχαιτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναχαιτίσει θα έχω, θα έχεις, … αναχαιτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναχαιτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αναχαιτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναχαίτιζε
αναχαίτισε
—
αναχαιτίσου
2 pl
αναχαιτίζετε
αναχαιτίστε
αναχαιτίζεστε
αναχαιτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναχαιτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναχαιτίσει ➤
αναχαιτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναχαιτίσει
αναχαιτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.