Jump to content

αναχαίτιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναχαίτιση (anachaítisif (plural αναχαιτίσεις)

  1. restraint, curbing, checking

Declension

[edit]
Declension of αναχαίτιση
singular plural
nominative αναχαίτιση (anachaítisi) αναχαιτίσεις (anachaitíseis)
genitive αναχαίτισης (anachaítisis) αναχαιτίσεων (anachaitíseon)
accusative αναχαίτιση (anachaítisi) αναχαιτίσεις (anachaitíseis)
vocative αναχαίτιση (anachaítisi) αναχαιτίσεις (anachaitíseis)

Older or formal genitive singular: αναχαιτίσεως (anachaitíseos)

[edit]