αναχαιτίσεις
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναχαιτίσεις • (anachaitíseis) f
- nominative plural of αναχαίτιση (anachaítisi)
- accusative plural of αναχαίτιση (anachaítisi)
- vocative plural of αναχαίτιση (anachaítisi)
αναχαιτίσεις • (anachaitíseis) f