αήττητος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀήττητος (aḗttētos).
Adjective
[edit]αήττητος • (aḯttitos) m (feminine αήττητη, neuter αήττητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αήττητος (aḯttitos) | αήττητη (aḯttiti) | αήττητο (aḯttito) | αήττητοι (aḯttitoi) | αήττητες (aḯttites) | αήττητα (aḯttita) | |
genitive | αήττητου (aḯttitou) | αήττητης (aḯttitis) | αήττητου (aḯttitou) | αήττητων (aḯttiton) | αήττητων (aḯttiton) | αήττητων (aḯttiton) | |
accusative | αήττητο (aḯttito) | αήττητη (aḯttiti) | αήττητο (aḯttito) | αήττητους (aḯttitous) | αήττητες (aḯttites) | αήττητα (aḯttita) | |
vocative | αήττητε (aḯttite) | αήττητη (aḯttiti) | αήττητο (aḯttito) | αήττητοι (aḯttitoi) | αήττητες (aḯttites) | αήττητα (aḯttita) |