Jump to content

αήττητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀήττητος (aḗttētos).

Adjective

[edit]

αήττητος (aḯttitosm (feminine αήττητη, neuter αήττητο)

  1. unbeaten, undefeated, invincible

Declension

[edit]
Declension of αήττητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αήττητος (aḯttitos) αήττητη (aḯttiti) αήττητο (aḯttito) αήττητοι (aḯttitoi) αήττητες (aḯttites) αήττητα (aḯttita)
genitive αήττητου (aḯttitou) αήττητης (aḯttitis) αήττητου (aḯttitou) αήττητων (aḯttiton) αήττητων (aḯttiton) αήττητων (aḯttiton)
accusative αήττητο (aḯttito) αήττητη (aḯttiti) αήττητο (aḯttito) αήττητους (aḯttitous) αήττητες (aḯttites) αήττητα (aḯttita)
vocative αήττητε (aḯttite) αήττητη (aḯttiti) αήττητο (aḯttito) αήττητοι (aḯttitoi) αήττητες (aḯttites) αήττητα (aḯttita)