Jump to content

αφελής

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀφελής

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀφελής (aphelḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.feˈlis/
  • Hyphenation: α‧φε‧λής

Adjective

[edit]

αφελής (afelísm (feminine αφελής, neuter αφελές)

  1. naive
    Synonyms: άδολος (ádolos), αθώος (athóos), απλοϊκός (aploïkós), απονήρευτος (aponíreftos)

Declension

[edit]
Declension of αφελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφελής (afelís) αφελής (afelís) αφελές (afelés) αφελείς (afeleís) αφελείς (afeleís) αφελή (afelí)
genitive αφελούς (afeloús)
αφελή (afelí)
αφελούς (afeloús) αφελούς (afeloús) αφελών (afelón) αφελών (afelón) αφελών (afelón)
accusative αφελή (afelí) αφελή (afelí) αφελές (afelés) αφελείς (afeleís) αφελείς (afeleís) αφελή (afelí)
vocative αφελή (afelí)
αφελής (afelís)
αφελής (afelís) αφελές (afelés) αφελείς (afeleís) αφελείς (afeleís) αφελή (afelí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφελής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφελής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφελέστερος (afelésteros) αφελέστερη (afelésteri) αφελέστερο (afeléstero) αφελέστεροι (afelésteroi) αφελέστερες (afelésteres) αφελέστερα (afeléstera)
genitive αφελέστερου (afelésterou) αφελέστερης (afelésteris) αφελέστερου (afelésterou) αφελέστερων (afelésteron) αφελέστερων (afelésteron) αφελέστερων (afelésteron)
accusative αφελέστερο (afeléstero) αφελέστερη (afelésteri) αφελέστερο (afeléstero) αφελέστερους (afelésterous) αφελέστερες (afelésteres) αφελέστερα (afeléstera)
vocative αφελέστερε (afeléstere) αφελέστερη (afelésteri) αφελέστερο (afeléstero) αφελέστεροι (afelésteroi) αφελέστερες (afelésteres) αφελέστερα (afeléstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αφελέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφελέστατος (afeléstatos) αφελέστατη (afeléstati) αφελέστατο (afeléstato) αφελέστατοι (afeléstatoi) αφελέστατες (afeléstates) αφελέστατα (afeléstata)
genitive αφελέστατου (afeléstatou) αφελέστατης (afeléstatis) αφελέστατου (afeléstatou) αφελέστατων (afeléstaton) αφελέστατων (afeléstaton) αφελέστατων (afeléstaton)
accusative αφελέστατο (afeléstato) αφελέστατη (afeléstati) αφελέστατο (afeléstato) αφελέστατους (afeléstatous) αφελέστατες (afeléstates) αφελέστατα (afeléstata)
vocative αφελέστατε (afeléstate) αφελέστατη (afeléstati) αφελέστατο (afeléstato) αφελέστατοι (afeléstatoi) αφελέστατες (afeléstates) αφελέστατα (afeléstata)

Further reading

[edit]