Jump to content

γονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣo.niˈkos/
  • Hyphenation: γο‧νι‧κός

Etymology 1

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek γονικός (gonikós).[1]

Adjective

[edit]

γονικός (gonikósm (feminine γονική, neuter γονικό)

  1. parental
Declension
[edit]
Declension of γονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γονικός (gonikós) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικοί (gonikoí) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)
genitive γονικού (gonikoú) γονικής (gonikís) γονικού (gonikoú) γονικών (gonikón) γονικών (gonikón) γονικών (gonikón)
accusative γονικό (gonikó) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικούς (gonikoús) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)
vocative γονικέ (goniké) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικοί (gonikoí) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)
Derived terms
[edit]
  • (familiar) γονικά n pl (goniká, parents, noun)
[edit]
See also
[edit]

Etymology 2

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek γονικός (gonikós).[1]

Adjective

[edit]

γονικός (gonikósm (feminine γονική, neuter γονικό)

  1. (biology, rare) seminal (of semen)
    Synonym: σπερματικός (spermatikós)
Declension
[edit]
Declension of γονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γονικός (gonikós) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικοί (gonikoí) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)
genitive γονικού (gonikoú) γονικής (gonikís) γονικού (gonikoú) γονικών (gonikón) γονικών (gonikón) γονικών (gonikón)
accusative γονικό (gonikó) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικούς (gonikoús) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)
vocative γονικέ (goniké) γονική (gonikí) γονικό (gonikó) γονικοί (gonikoí) γονικές (gonikés) γονικά (goniká)

References

[edit]
  1. 1.0 1.1 γονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language