Jump to content

μητρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mitriˈkos/
  • Hyphenation: μη‧τρι‧κός

Adjective

[edit]

μητρικός (mitrikósm (feminine μητρική, neuter μητρικό)

  1. maternal, motherly

Declension

[edit]
Declension of μητρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μητρικός (mitrikós) μητρική (mitrikí) μητρικό (mitrikó) μητρικοί (mitrikoí) μητρικές (mitrikés) μητρικά (mitriká)
genitive μητρικού (mitrikoú) μητρικής (mitrikís) μητρικού (mitrikoú) μητρικών (mitrikón) μητρικών (mitrikón) μητρικών (mitrikón)
accusative μητρικό (mitrikó) μητρική (mitrikí) μητρικό (mitrikó) μητρικούς (mitrikoús) μητρικές (mitrikés) μητρικά (mitriká)
vocative μητρικέ (mitriké) μητρική (mitrikí) μητρικό (mitrikó) μητρικοί (mitrikoí) μητρικές (mitrikés) μητρικά (mitriká)

Derived terms

[edit]
[edit]