ανδροπρέπεια
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀνδροπρέπεια (androprépeia).
Noun
[edit]ανδροπρέπεια • (androprépeia) f (plural ανδροπρέπειες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανδροπρέπεια (androprépeia) | ανδροπρέπειες (androprépeies) |
genitive | ανδροπρέπειας (androprépeias) | ανδροπρεπειών (androprepeión) |
accusative | ανδροπρέπεια (androprépeia) | ανδροπρέπειες (androprépeies) |
vocative | ανδροπρέπεια (androprépeia) | ανδροπρέπειες (androprépeies) |
Related terms
[edit]- ανδροπρεπής (androprepís, “manly”)
- ανδροπρεπώς (androprepós, “in a manly fashion”, adverb)