Jump to content

ανδροπρέπεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀνδροπρέπεια (androprépeia).

Noun

[edit]

ανδροπρέπεια (androprépeiaf (plural ανδροπρέπειες)

  1. manliness, mannishness, masculinity, machismo

Declension

[edit]
Declension of ανδροπρέπεια
singular plural
nominative ανδροπρέπεια (androprépeia) ανδροπρέπειες (androprépeies)
genitive ανδροπρέπειας (androprépeias) ανδροπρεπειών (androprepeión)
accusative ανδροπρέπεια (androprépeia) ανδροπρέπειες (androprépeies)
vocative ανδροπρέπεια (androprépeia) ανδροπρέπειες (androprépeies)
[edit]