Jump to content

απότακτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἀπότακτος (apótaktos, set apart for a special use) for which, see words ἀποτάσσσω (apotásssō, set apart, assign specially), τακτός (taktós, prescribed) & τάσσω (tássō)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈpo.ta.ktos/
  • Hyphenation: α‧πό‧τα‧κτος

Adjective

[edit]

απότακτος (apótaktosm (feminine απότακτη, neuter απότακτο)

  1. (military) cashiered, dishonorably discharged
  2. dismissed

Declension

[edit]
Declension of απότακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απότακτος (apótaktos) απότακτη (apótakti) απότακτο (apótakto) απότακτοι (apótaktoi) απότακτες (apótaktes) απότακτα (apótakta)
genitive απότακτου (apótaktou) απότακτης (apótaktis) απότακτου (apótaktou) απότακτων (apótakton) απότακτων (apótakton) απότακτων (apótakton)
accusative απότακτο (apótakto) απότακτη (apótakti) απότακτο (apótakto) απότακτους (apótaktous) απότακτες (apótaktes) απότακτα (apótakta)
vocative απότακτε (apótakte) απότακτη (apótakti) απότακτο (apótakto) απότακτοι (apótaktoi) απότακτες (apótaktes) απότακτα (apótakta)
[edit]

Further reading

[edit]