Jump to content

άπνους

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄπνους

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἄπνους (ápnous), contracted form of ἄπνοος (ápnoos) -modern άπνοος (ápnoos). By surface analysis, ά- (á-, alpha privative) +‎ -πνους (-pnous, of breath) for which see -πνοος (-pnoos), πνοή (pnoḗ) and πνέω (pnéō).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.pnus/
  • Hyphenation: ά‧πνους

Adjective

[edit]

άπνους (ápnousm (feminine άπνους, neuter άπνουν)

  1. (archaistic) dated synonym of άπνοος (ápnoos) chiefly in the sense "breathless, lifeless"

Declension

[edit]

Non-standard modern declension. See the ancient ἄπνους (ápnous)

Declension of άπνους
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπνους (ápnous) άπνους (ápnous) άπνουν (ápnoun) άπνοες (ápnoes) άπνοες (ápnoes) άπνοα (ápnoa)
genitive άπνου (ápnou) άπνου (ápnou) άπνου (ápnou) απνόων (apnóon) απνόων (apnóon) απνόων (apnóon)
accusative άπνου (ápnou) άπνου (ápnou) άπνουν (ápnoun) άπνοες (ápnoes) άπνοες (ápnoes) άπνοα (ápnoa)
vocative άπνους (ápnous) άπνους (ápnous) άπνουν (ápnoun) άπνοες (ápnoes) άπνοες (ápnoes) άπνοα (ápnoa)
[edit]

Further reading

[edit]